- οχυρώνω
- οχυρώνω, οχύρωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
οχυρώνω — (ΑΜ ὀχυρῶ, όω) [οχυρός] 1. εξασφαλίζω την αμυντική ικανότητα ενός τόπου ή μιας στρατιωτικής θέσης με τεχνικά μέσα, τήν καθιστώ δυσπρόσβλητη από τον εχθρό («τὴν πόλιν ὀχυροῡν», Πολ.) 2. (μέσ. και παθ.) οχυρώνομαι εξασφαλίζομαι από επίθεση,… … Dictionary of Greek
οχυρώνω — οχύρωσα, οχυρώθηκα, οχυρωμένος 1. κάνω απρόσβλητη μια θέση με τεχνικά έργα. 2. μέσ., οχυρώνομαι πιάνω θέση απρόσβλητη: Οχυρώθηκαν στα στενά του Ρούπελ. 3. μτφ., χρησιμοποιώ ως μέσο, ως επιχείρημα, ως πρόσχημα: Οχυρώνεται πίσω από το νόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εντειχίζω — ἐντειχίζω (AM) 1. τειχίζω, οχυρώνω («ἐν δὲ ταῑς πόλεσι ἀκροπόλεις ἐντειχίζειν», Ισοκρ.) 2. μέσ. ἐντειχίζομαι α) περιβάλλω με τείχος, οχυρώνω β) περιορίζω μέσα στο τείχος, πολιορκώ … Dictionary of Greek
καταπυργώ — κοταπυργῶ, όω (Μ) οχυρώνω με πύργους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυργῶ «οχυρώνω με πύργους» (< πύργος)] … Dictionary of Greek
προαποσταυρώ — όω, Α οχυρώνω έναν τόπο προηγουμένως με χαράκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποσταυρῶ «περιφράσσω, οχυρώνω με πασσάλους»] … Dictionary of Greek
προκατοχυρώ — όω, Μ οχυρώνω καλά εκ τών προτέρων («τὸ Βυζάντιον προκατοχυρώσας», Νικηφ. Πατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατοχυρῶ «οχυρώνω, εξασφαλίζω»] … Dictionary of Greek
αποσταυρώ — ἀποσταυρῶ ( όω) (Α) περιφράζω, οχυρώνω με πασσάλους … Dictionary of Greek
αποταφρεύω — ἀποταφρεύω (Α) περιβάλλω, ενισχύω, οχυρώνω (με τάφρο) … Dictionary of Greek
αποχαρακώνω — (Α ἀποχαρακῶ, όω) νεοελλ. 1. τελειώνω το χαράκωμα, τη χάραξη γραμμών 2. τελειώνω το χαράκωμα των κλημάτων αρχ. οχυρώνω με χαράκωμα … Dictionary of Greek
αποχυρώ — ἀποχυρῶ ( όω) (Α) 1. οχυρώνω 2. (μτχ. παθ. πρκμ.) ἀπωχυρωμένος αδέκαστος, αδιάφθορος … Dictionary of Greek